- κρυφοφανερώνω
- 1. φανερώνω κάτι σε κάποιον κρυφά, ιδιαιτέρως2. μέσ. κρυφοφανερώνομαιφανερώνομαι, παρουσιάζομαι κρυφά, ιδιαιτέρως, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός στους άλλους («από τη ρούγα σαν περνώ, μού κρυφοφανερώνεσαι», δημ. τραγ.).
Dictionary of Greek. 2013.