κρυφοφανερώνω

κρυφοφανερώνω
1. φανερώνω κάτι σε κάποιον κρυφά, ιδιαιτέρως
2. μέσ. κρυφοφανερώνομαι
φανερώνομαι, παρουσιάζομαι κρυφά, ιδιαιτέρως, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός στους άλλους («από τη ρούγα σαν περνώ, μού κρυφοφανερώνεσαι», δημ. τραγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοφανέρωτος — η, ο [κρυφοφανερώνω] αυτός που φανερώνεται στα κρυφά, που αποκαλύπτεται σε κάποιον ιδιαιτέρως …   Dictionary of Greek

  • κρυφοφανερωτής — ο [κρυφοφανερώνω] αυτός που φανερώνει τα κρυφά, τα μυστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”